- διαφασις
- διάφασιςδιά-φᾰσις-εως ἥ прозрачность Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διαφάσεις — διάφασις view through fem nom/voc pl (attic epic) διάφασις view through fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφασιν — διάφασις view through fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφαση — η (Α διάφασις) νεοελλ. η αφυλαξία που προκαλείται από μια κίνηση αρχ. 1. διαφάνεια 2. (φιλοσ.) διαίσθηση, διόραση («κατ ἔμφασιν δὲ καὶ διάφασιν οἱ ἀκριβῶς παρ Ἕλλησι φιλοσοφήσαντες διορῶσι τὸν Θεόν», Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek
διαφάσεως — διαφάσεω̆ς , διάφασις view through fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)